ξηρότητα

ξηρότητα
η (Α ξηρότης) [ξηρός]
1. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα
2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία
3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας
αρχ.
1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση
2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα, τραχύτητα
3. φρ. «ξηρότης τῶν νεῶν» — η καλή κατάσταση των σανιδωμάτων τών πλοίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξηρότητα — η η κατάσταση του ξερού, ξερασία, ξεραΐλα: Ξηρότητα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρότητα — ξηρότης dryness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροστομία — Υπερβολική ξηρότητα του στόματος, που έχει σχέση με τη μείωση ή και την προσωρινή διακοπή της έκκρισης σάλιου. Παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη ή από εμπύρειες νόσους, μετά από χρήση ατροπίνης ή εξαιτίας της μεγάλης απώλειας υγρών… …   Dictionary of Greek

  • Χωρήβ — το, ΝΜΑ άκλ. βιβλική ονομασία τού όρους Σινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. horebh «ερήμωση, ξηρότητα»] …   Dictionary of Greek

  • άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… …   Dictionary of Greek

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • αδροσία — η (Α ἀδροσία) (Ν και –σιά) [ἄδροσος] έλλειψη δροσιάς, υγρασίας, ξηρότητα τής ατμόσφαιρας, ξηρασία …   Dictionary of Greek

  • ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… …   Dictionary of Greek

  • αυότης — αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) [αύος] ξηρότητα, ξηρασία …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”